γλυκοκυματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκυματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοκυματίζω Εὔβ. (Ἀνδρων. Κάρυστ.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 2, 104 κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. γλυκοτσυματίζω Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κυματίζω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ θαλάσσης, λίμνης ἢ ποταμοῦ, παράγω ἁπαλούς, οἱονεὶ γλυκεῖς κυματισμοὺς ἔνθ᾿ ἀν.: Μὲ τὸ πρωϊνὸ ἀγεράκι γλυκοκυμάτιζε ἡ λίμνη κάθε αὐγὴ Λεξ. Δημητρ. || ᾌσμ. Ποταμέ μου, ὅταν κινήσῃς | καὶ θὰ γλυκοκυματίσῃς, πᾶρε με ᾿ς τὰ κύματά σου, | μέσ᾿ ᾿ς τὰ γαλανὰ νερά σου Εὔβ. (Ἀνδρων.) Θάλασσα πικροθάλασσα, νὰ γλυκοκυματίσῃς, μὴν ἔρχεται ἡ ἀγάπη μου τσαὶ μοῦ τήνε ζαλίσῃς Σκῦρ. 2) Κατ᾿ ἐπέκτ. ἐπὶ σταχύων, σπαρτῶν ἢ χλόης, ἐλαφρῶς κινοῦμαι ὑπὸ τῆς πνοῆς τοῦ ἀνέμου εἰς ἁπαλὸν κυματισμὸν Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀλαφροσαλεύω 1. β) Ἐπὶ τῆς κόμης, ἱματίων κ.τ.τ., κινοῦμαι εἰς ἁπαλοὺς κυματισμούς, ἁπαλὰς κυματοειδεῖς πτυχώσεις ἐνιαχ.: Γλυκοκυμάτιζε ἡ σημαία. Γλυκοκυμάτιζαν τὰ μαλλιˬά της ἐνιαχ. || Ποίημ. Κάτασπρη ἡ χήτη του, μακρὰ ᾿ς τ᾿ ἀντρειωμένα νῶτα περήφανη τοῦ σέρνεται καὶ γλυκοκυματίζει Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Μεταφ., ἐπὶ προσώπου, χαριεντίζεται Εὔβ. (Κάρυστ.): ᾎσμ. Τῆς νύφης μας τὸ πρόσωπο σὰν κάμπος λουλουδίζει, σὰν λίμνη πάει κ᾿ ἔρχεται καὶ γλυκοκυματίζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA