γλυκολάλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκολάλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκολάλημα τό, πολλαχ. γλυκουλιά᾿μα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) γλυκολάλεμαν Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλυκολαλῶ. Ὁ τύπ. γλυκολάλαμα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Εὐχάριστος, γλυκεῖα ὁμιλία Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πόντ. (Τραπ.) - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. Συνών. γλυκολαλιˬά 1α, γλυκομίλημα, γλυκομιλησιˬὰ 1α. β) Ἐπὶ πτηνῶν, τὸ γλυκὺ κελάδημα πολλαχ.: Τ᾿ ἀηδονιˬοῦ τὸ γλυκολάλημα Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Θὰ σμείξουν τὰ φτερούγιˬα τους πουλλάκιˬα ἀγαπημένα π᾿ ἀστροπελέκι ξαφνικὰ τὰ χώρισε ἀπάνω ᾿ς τὸ πρῶτο γλυκολάλημα τῆς ἄδολης χαρᾶς τους Σ. Περεσιάδ., Χορ. Ζαλόγγ., 20. Δὲν ἔχει γελαστὴ φωνὴ σὰν τ᾿ ἄλλα τὰ πουλλάκιˬα, δὲν ἔχει γλυκολάλημα καὶ σπίνου τραγουδάκιˬα Γ. Δροσίν., Ἀγρ. Ἐπιστ., 82. Καὶ τὰ πουλλιˬὰ ἀπ᾿ τοῦ λιˬοβοριˬοῦ τὸ κάμα μουτεμένα τωρ᾿ ἀρχινοῦν μὲ τὴ δροσιˬὰ τὸ γλυκολάλημά τους Μ. Φιλήντ., Θρύλ. 62. 2) Ἐπὶ ἤχων μουσικῶν ὀργάνων, ὁ γλυκὺς ἦχος Κ. Παλαμ. Γράμματ., 1,148 Κ. Πασαγιάν., Μοσκ., 69: Τοῦ βουνοῦ τ᾿ ἀγέρι ἔπαιρνε τὸ γλυκολάλημα τῆς φλογέρας Κ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾿ ἀν. Ἀγαποῦσα τὰ γλυκολαλήματα. Σκάλιζα φλογέρες ἀπὸ τὰ πετροκάλαμα Κ. Παλαμ., ἔνθ.᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA