γλυκολάμπω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκολάμπω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκολάμπω Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 385 Γ. Ξενοπ., Μαργαρ. Στέφ., 169 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 118 καὶ 284.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. λάμπω.
Σημασιολογία
Ἐκπέμπω λάμψιν εὐχάριστον, γλυκεῖαν ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲν ἔβλεπε ᾿ς τὴ στρώση τῆς ζωῆς του παρὰ φῶς· τὰ μαῦρα τὰ σκοτεινιˬασμένα ἀρχίνααν τώρα νὰ γλυκολάμπουνε κιˬ αὐτὰ Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἐπὶ τοῦ μελανοῦ οὐρανοῦ γλυκολάμπουν οἱ ἀστερισμοὶ Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποιήμ. Καθὼς μέσ᾿ τοῦ Παράδεισον τὴν ἀνθόπλεχτη σκηνὴ γλυκολάμπει τῶν ἀγγέλων μαγεμέν᾿ ἡ καλλονὴ Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν., 284. Καὶ ἰδῇς τοῦ κάμπου τὴν ἐλιˬὰ δροσόβολη ν᾿ ἀνθίζῃ καὶ τοῦ γιˬαλοῦ τ᾿ ἀφρόστηθα νὰ γλυκολάμπουν πέρα Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν, 118.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA