γλυκολέμονον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκολέμονον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλυκολέμονον τό, γλυκολέμονο Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Πεδιάδ. κ.ἀ.) Νάξ. (Μέλαν. Ρόδ. Σῦρ. Χίος - Κορ., Ἄτ., 1,238 καὶ 5,42 - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. γλυκολέμονον Κύπρ.-Κορ., Ἄτ.,1,238 καὶ 4,42 - Λεξ. Μπριγκ. Περίδ. Βυζ. γλυκολέιμονο Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) - Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,184- Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. λεμόνι, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ λειˬμόνι.

Σημασιολογία

1) Ὁ καρπὸς τῆς γλυκολεμονιˬᾶς, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν. β) Μεταφ., ἐπὶ προσφιλοῦς προσώπου Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. κ.ἀ.: ᾌσμ. Ἄχι, τὸ πορτοκάλλι μου, τὸ γλυκολέμονό μου σὲ μακρινὰ νερά ᾿πεσε καὶ ᾿ὲ τὸ βρίσκω πιˬό μου Κάσ. Ἄχι, τὸ πορτοκάλλι μου, τὸ γλυκολέμονό μου εἰς σὲ βαθιˬὰ νερά ᾿πεσε καὶ δὲν τὸ βγάνω bλιˬό μου Κρήτ. Ποῦ πῆε κ᾿ ᾿ὲν ἐφάνηκε ᾿ποῦ τὶς ἀτοὺς ἀτός μου, κιˬ ἀποὺ τὰ γλυκολέμονα τὸ γλυκολέμονό μου; (ἀτὸς = ἀετὸς) Κάρπ. Ὤ γλυκοπορτοκάλ-λdι μ-μου, καὶ γλυκολέμονόμ-μου, ποὺ σ᾿ ἀγαπῶ καλ-λύτ-τερα ἀπὸ τὸν ἑαυτόμ-μου Ρόδ. Κοιμήσου, γλυκολέμονο, κοιμήσου, ἀγγελοῦδι, πού ᾿σαι τ᾿ ἀγγέλου γέννημα καὶ τοῦ Θεοῦ τραγούδι (βαυκάλ.) Κρήτ. (Πεδιάδ.) 2) Εἶδος πορτοκαλλίου μὲ γλυκεῖαν τὴν γεῦσιν Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/