γλυκομάννα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομάννα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκομάννα ἡ, Κρήτ. Ἤπ. (Ἰωάνν. Κοκκιν. κ.ἀ.) -É. Legrand, Chansons, 234 Μ. Στεφανίδ. εἰς Λαογρ. 10 (1929), 200 Μ. Γ. Παππᾶς εἰς Ν. Ἑστ. 1 (1927), 95 γλυκόμαννα Πελοπν. (Δημητσ.) γλυκομάννιˬα Ἐρεικ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Ραχτ. Ρόδ. Σιν. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων – Χελδρ. –Μηλιαρ., Δημώδ. ὀνομ. φυτ., 46 - Λεξ. Δημητρ. γλυκόμαγνα Κέρκ. -Χελδρ. -Μηλιαρ., αὐτόθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. μάννα.

Σημασιολογία

1) Ἡ λίαν ἀγαπητή, λίαν προσφιλής, οἱονεὶ γλυκεῖα μήτηρ ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Καλὰ μοῦ τό ᾿πε ἡ μάννα μου, ἡ γλυκομάννα μου, μὴν ἀγαπήσῃς, γιˬέ μου, ποτέ σου κοπελιˬὰ É. Legrand, Chansons, 234. Μάννα μου, γλυκομάννα μου, καὶ μᾶς ποῦ μᾶς ἀφίνεις; Κρητ. 2) Τὸ φυτὸν Βήχιον τὸ σιτοφάγον ἤ χαμαιλεύκη (Tussilago farfara) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae), τὸ ὁποῖον ἔχει θεραπευτικὰς ἰδιότητας, κυρίως διὰ τὴν ἐπούλωσιν πληγῶν Ἐρεικ. Ἤπ.(Ἰωάνν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Ραχτ. Ρόδ. Σιν. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Πελοπν. (Δημητσ.) - Μ. Στεφανίδ., ἔνθ᾿ ἀν. Γ. Παππᾶ εἰς Ν. Ἑστ. 1 (1927), 95 Χελδρ. -Μηλιαρ., Δημώδ. ὀνομ. φυτ., 46 - Λεξ. Δημητρ.: Τὴ γλυκομάννιˬα τὴ βάζομε ᾿ς τὸ βιζιγάdι Ρόδ. Ἀdὶ καὶ γιˬὰ γλυκομάννιˬα ἐβάζαμε σέσκουλο ᾿ς τὸ βιζιγάdι αὐτόθ. Ἔτρεχε μὲ τὴ Μαρίνα πάνω ἀπὸ τὰ λιβάδιˬα... ᾿ς τὰ νερά, γιˬὰ νὰ βροῦν πεντάνευρα καὶ γλυκομάννες, γιˬὰ νὰ κλείσῃ ἡ πληγὴ Γ. Παππᾶ, ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. βηχάνι, χαμολεύκα. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γλυκομάννιˬα καὶ ὡς τοπων. Μαθράκ. 3) Εἶδος ἀγρίου γλυκανήσου Ἤπ. (Κοκκιν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/