ἀπιστία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπιστία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρχαίο
Τυπολογία
ἀπιστία ἡ, κοιν. καὶ Ποντ (Οἰν.) ἀπιστιˬὰ Κρήτ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Χίος κ.ἀ. Γέρ. Κολοκοτρών. 11 ΓἘπαχτιτ ἐν Προπυλ. 1, 261, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 101 -Λεξ. Βλαστ. 175, 179 Δημητρ. ἀπ᾿στιὰ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπιστία.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἔλλειψις πίστεως, ἀνειλικρίνεια, δολιότης κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Φέρθηκε μὲ ἀπιστία. Μοῦ ’καμε ἀπιστία καὶ μὲ βάρεσε κοιν. Μ’ ἔφαϊ μὶ τ᾽ν ἀπ᾿στιˬὰ Αἰτωλ. Τοὺ σ’λλὶ πάει μ᾿ ἀπ’στιˬά, τρώει κρυφὰ αὐτόθ. Ὁ λύκος καὶ τὸ τσακάλι ἔχουν τοὶς πονηράδες τους καὶ ρίχνονται ’ς τὰ πράματα μ’ ἀπιστιˬὰ ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν. Δὲν ἦτον νὰ παραδοθῇ, ἀλλὰ νὰ μὲ σκοτώσῃ μὲ ἀπιστιὰ Γέρ. Κολοκοτρών. 11 Ἤθελαν νὰ μᾶς πιάσουν μ᾿ ἀπιστιὰ ΓἘπαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ φρ. Ἀπιστία, βρὲ Μανιᾶτες; | γράψετε μας γιὰ χωριˬᾶτες (οἰκογένειά τις ἐγκεκλεισμένη ἐν πύργῳ ἀπήντησεν εἰς πρόσκλησιν τῶν Ἀράβων νὰ παραδοθῇ ὅτι παραδίδεται μόνον εἰς τὸν ἀρχηγόν, τὸν ὁποῖον παρουσιασθέντα ἐφόνευσαν) Πελοπν. (Λάκων) || ᾎσμ. Μὴ dύχῃ καὶ μᾶς κάμουνε κιˬἀμμιˬ’ ἀπιστιˬὰ οἱ Φράgοι, γιˬατὶ τὸ συνηθίζουνε Θεὸ νὰ μὴ φοβοῦdαι Κρήτ. 2) Τὸ νὰ μὴ πιστεύῃ τις εἰς Θεόν, ἔλλειψις θρησκευτικῆς πίστεως σύνηθ.: Ἡ ἀπιστία του εἶναι ἄλλο πρᾶμα. 3) Ἔλλειψις πίστεως συζυγικῆς ἢ ἐρωτικῆς κοιν.: Τὸν ἐπίκρανε ἡ ἀπιστία τῆς γυναίκας του. Τὴν ἄφηκε τὴ φίλη του γιˬὰ τὴν ἀπιστία της κοιν. || ᾎσμ. ’Σ τοὺν ἄλλουν κόσμου θὰ ζητῶ τῆς ἀπιστιˬᾶς σου λόγου Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA