ἄπιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄπιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.) ἄπ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἄκιστε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπιστος.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ἔχῃ πίστιν, ἐμπιστοσύνην, πονηρός, δόλιος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.) Τσακων: Ἄπιστος ἄνθρωπος-φίλος. Ἄπιστο σκυλλὶ (κρυφίως ἐπιτιθέμενον). Οἱ Τοῦρκοι-οἱ Φράγκοι εἶναι ἄπιστοι κοιν. Ἄπιστε, μ’ ἔκλεψες! Πελοπν. (Τριφυλ.) Ὁ κοῦε ὁ ἄκιστε (τὸ ἄπιστο σκυλλὶ) Τσακων. Ἄκιστη θάσσα (θάλασσα) αὐτόθ. || Φρ. Αὐτὸς εἶναι ἄπιστο σκυλλὶ σύνηθ. β) Ὁ προδίδων τὴν πίστιν συζυγικὴν ἢ ἐρωτικὴν κοιν. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄπιστη γυναῖκα-φιλαινάδα κοιν. Ἄπιστος ἔν’ ’ς σὸν ἄντραν ἀτ’ς Χαλδ. || ᾎσμ. Ἔλα, τρυγόνα μ’, μετ᾿ ἐμέν, φά τῆ πουλλί’ τὸ γάλαν, ἄν ᾿κ᾽ ἔρεσαι, νέ ἄπιστε, ἐγὼ θὰ λέγω κιˬ ἄλλα (τρυγόνα=ἡ ἀγαπωμένη κόρη) Κρώμν. 2) Ὁ μὴ πιστεύων, δύσπιστος κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ὅ,τι νὰ σοῦ εἰπῶ, ἐσὺ θὰ εἶσαι ἄπιστος Πελοπν. (Τριφυλ.) || Φρ. Εἶναι ἄπιστος Θωμᾶς (λίαν δύσπιστος) κοιν. || ᾎσμ. Ἄπιστε, πῶς ἐπείστηκες, κιˬ ἄγριˬε, πῶς ἡμερώθης; καί, κάστρο ἀπαράδοτο, καὶ πῶς ἐπαραδόθης; (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Λάκων) 3) Ὁ μὴ πιστεύων εἰς Θεόν, ὁ μὴ ἔχων θρησκευτικὴν πίστιν κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ.): Δὲν πιστεύει σὲ Θεό, εἶναι ἄπιστος κοιν. Πίστεψον ντὸ λέει τὸ βαγγέλον καὶ νὰ μη εἶσαι ἄπιστος Χαλδ. Ποίσο την εὐσή σ᾿, ἁμὸν ἄπιστος μ᾽ εὐτάς (κάνε τὴν προσευχή σου, μὴν κάνῃς σὰν ἄπιστος) Κοτύωρ. Συνών. ἄθεος 1, ἀντίθεος 1, ἀντίπιστος. β) Οὐσ, Τοῦρκος (ὡς μὴ πιστεύων εἰς Χριστὸν) κοιν.: Οἱ ἄπιστοι κάνουν τέτο͜ια πράματα. Πβ. ἀλλόπιστος, ἀντίχριστος 1β, γκιαούρης. 4) Ὁ παράδοξος διὰ ζωηρότητα, ἀταξίαν κττ., ἰδίᾳ περὶ παιδίων Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ.): Ντ’ ἄπιστος ἄρθωπος ἔν! Χαλδ. Ντ’ ἄπιστον παιδὶν ἔν’ ἀοῦτο! αὐτόθ. Συνών. ἄπλαστος, ἀφώτιστος. 5) Ἐκπληκτικός, ὑπερβολικός, λίαν ἰσχυρὸς Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἄπιστον ὀφίδ’ (ὑπερμέγεθες) Χαλδ. Ἀίκον ἄπιστον φάεμαν ἄλλο ᾿κ’ εἶδα! (τέτοιο ὑπερβολικὸ φαεῖ ἄλλοτε δὲν εἶδα) αὐτόθ. Ἄπιστον καράβιν Κερασ. Σύρ’ ρωθώνιν ἄπιστον (ροχαλίζει δυνατὰ) αὐτόθ. Συνών. ἄπλαστος, ἀφώτιστος. 6) Προσβλητικὸς Πόντ. (Κερασ.): Ἄπιστα λόγια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/