γλυκομαντζουράνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομαντζουράνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκομαντζουράνα ἡ, Ἰων. (Κρην. Σμύρν.) Κρήτ. Μεγίστ. Σκῦρ. γλυκοματζουράνα Κρητ. (Πεδιάδ. κ.ἀ.) γλυκομαζουράνα Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. μαντζουράνα.

Σημασιολογία

Θωπευτικὴ προσωνυμία, συνήθως μὲν τῆς μητρός, ἐνίοτε δὲ καὶ νεάνιδος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Κι ἂν σὲ ρωτήξ᾿ ἡ μάννα σου, | ἡ γλυκομαντζουράνα σου Ἰων. (Σμύρν.) Ξυπνᾷ καὶ πάει ᾿ς τσῆ μάννας τση, | ᾿ς τσῆ γλυκοματζουράνας τση Κρήτ. (Πεδιάδ.) Κ᾿ ἐγὼ φιλῶ τὴ μάννα τους, | τὴ γλυκομαζουράνα τους Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/