γλυκομάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκομάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλυκομάτης ὁ, Κεφαλλ. -Σ. Σκίπ., Ἀπέθαν., 54. Σ. Δάφν., Ν. Ἑστ. 21 (1937), 443 - Λεξ. Γαζ. γλυκουμάτ᾿ς Σαμοθρ. λυκόματος Κεφαλλ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. Θηλ. γλυκόματη Ι. Πολέμ. Ἐξωτ., 31 Γ. Δροσίν., Ἑστ. 21 (1886), 63.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. μάτι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων οἱονεὶ γλυκεῖς ὀφθαλμούς, εὐχάριστον, ἤπιον βλέμμα ἔνθ᾿ ἀν.: Ὁ Ἠλίας τοῦ παππᾶ ἤτανε γλυκομάτης κ᾿ ἤξερε νὰ τὰ λέῃ ὄμορφα τὰ λόγιˬα του Σ. Δάφν., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποιήμ. Χίλιˬα φλουριˬὰ σοῦ δίνω ᾿γὼ γιˬὰ νὰ τὴν ἀγοράσω, γιˬατ᾿ εἶν᾿ ἡ νιˬὰ γλυκόματη κιˬ ὅ,τι νὰ πῇς ἀχρήζει Γ. Δροσίν., ἔνθ᾿ ἀν. Μὲ τῆς στροφῆς τὸ χείμαρρο | σὰ γλυκομάτα πήδηξεν ἡ γνώμη καὶ σάλεψαν καὶ φτερουγίσανε | σὰν τὰ πουλλιˬὰ οἱ νόμοι Σ. Σκίπ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἔρχετ᾿ ἡ πρώτη, ἡ γλυκόματη, | τὴν ἔρμη κλίνη ἀντικρύζει στρέφει γλυκὰ τὰ ματάκιˬα της | καὶ τὸν θωρεῖ καὶ δακρύζει Ι. Πολέμ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ὁ ἔχων ἡδονικούς ὀφθαλμούς, φιλήδονον ἔκφρασιν Λεξ. Πρω. 3) Εἰρωνικῶς, ὁ ἔχων ἄγριον βλέμμα Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA