γλυκοματιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοματιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοματιˬάζω Κουφονήσ. - Α. Πάλλ., Ταμπουρ. καὶ κόπαν., 65 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκομαθχιˬάζω Μῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ματιˬάζω.
Σημασιολογία
Προσβλέπω τινὰ μὲ γλυκύ, φιλόφρον, συμπαθὲς βλέμμα: Ποίημ. Ἄχ, νιˬὰ μὲ τόσο νάζι, | τήρα τὸ χάρο ποὺ περνᾷ καὶ σὲ γλυκοματιˬάζει Α. Πάλλ., ἔνθ᾿ ἀν. β) Προσβλέπω τινὰ ἐρωτικῶς, τρυφερῶς Κουφονήσ. Μῆλ. - Λεξ. Δημητρ.: Ὅλο γλυκοματιˬάζουνε οἱ δυˬό τους Κουφονήσ. Τώρα κιˬ ἀdιμιλεῖ καὶ τσὶ κοπελιˬὲς γλυκομαθχιˬάζει Μῆλ. Ἡ μαύρη τζη ἡ μοῖρα τὴν ἄbωξε καὶ τὸν ἐγλυκομάθχιˬασε (ἄbωξε=παρώθησε) αὐτόθ. Νὰ συμμαζώξῃς τὴ θυγατέρα σου, γιˬατὶ γλυκομαθχιˬάζει τὰ κοπελιˬαράκιˬα (=τούς ἐφήβους) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA