γλυκοματίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοματίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοματίζω Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ματίζω.

Σημασιολογία

1) Προσβλέπω τινὰ μετὰ γλυκύτητος Μεγίστ. Συνών. γλυκοματιˬάζω 1α. 2) Προσβλέπω τινὰ ἐρωτικῶς Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σύμ. Φαίνεταί μου πὼς γλυκοματίζουνε τοῦτοι Ἀπύρανθ. Ὅλη μέρα γλυκομάτιζες πάλι σήμερα αὐτόθ. Καλὸ gοπέλι ᾿ναι, μόνου γλυκομάτισέ του αὐτόθ. Ἐμένα, Θιλιππῆ, λέει το τὸ καραμάνιμ᾿μου καὶ νὰ σκοτώσω ἀκόμη ἅμ-μα τσακ-κώσω καένα νὰ γλυκομ-ματίτζῃ τὴ γυναῖκαμμου (ἐμένα Φιλιππῆ τὸ λέει ἡ ἀποφασιστικότης μου καὶ νὰ σκοτώσω ἀκόμη κανένα, ὅταν τὸν πιάσω ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ νὰ ρίχνη ἐρωτικὲς ματιὲς στη γυναῖκα μου) Σύμ. Συνών. γλυκοματιˬάζω 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/