γλυκοματοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοματοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκοματοῦσα ἡ, ἐπιθ. θηλ. Νίσυρ. Πελοπν. - Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 18 -Ἀθηνᾶ 37 (1925), 194.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκομάτης.

Σημασιολογία

Ἡ ἔχουσα οἱονεὶ γλυκεῖς, ἤτοι συμπαθεῖς ὀφθαλμούς ἔνθ᾿ ἀν.: Μιˬὰ γυναικίτσα κοντή, ξανθή, γεμόσαρκη, γλυκοματοῦσα καὶ κόκκινη, ποὺ περνοῦσε γιˬὰ ὄμορφη Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾽ ἀν || ᾌσμ. Πόσο πουλᾷς τὴν ὄμορφη καὶ τὴ γλυκοματοῦσα; Νίσυρ. Δὲν εἴδανε τὰ μάτιˬα μου τέτο͜ια γλυκοματοῦσα, τέτο͜ια ζαχαρομίλητη καὶ γαϊτανοφρυδοῦσα Πελοπν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/