γλυκομεθῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκομεθῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκομεθῶ Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 98 Μ. Μαλακάσ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολ., 216 Κ. Μπατσ., Ἁλιευτ., 30 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. μεθῶ.
Σημασιολογία
Μεθύσκω καὶ μέσ. μεθύσκομαι οἱονεὶ μετὰ γλυκύτητος, ἠρεμίας Λεξ. Δημητρ.: Γλυκομεθοῦσε ᾿ς τὴν ταβέρνα μὲ τοὺς φίλους του. β) Μεταφ., προκαλῶ, ἐπιφέρω γλυκεῖαν μέθην, ἐπὶ εὐαρέστου θέας, σκέψεως ἤ ἀκούσματος ἔνθ᾿ ἀν.: Τό ᾿να τους τὸ μάτι τό ᾿χουνε ὅλο παράπονο γυρισμένο πρὸς τὸ φεγγάρι, τοῦτο τὸ πλανερὸ ἄστρο, ποὺ γλυκομεθυσμένους τοὺς ἔσπρωξε ᾿ς τὸ χαμὸ Κ. Μπαστ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποιήμ. Καθὼς μὲ τὰ λεῖα ὄνειρα γλυκομεθάει ὁ ψάλτης Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾿ ἀν. Κ᾿ ἡ ἄρπα μὲ τὸν ἦχο της | ποὺ σὲ γλυκομεθοῦσε, μὰ κρύφιˬα σοῦ χτυποῦσε | θανάτου μουσικὴ Μ. Μαλακάσ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA