ἁπλὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἁπλὰ ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλός.
Σημασιολογία
1) Ἀφελῶς, ἀπερίττως, ἀνεπιτηδεύτως σύνηθ.: Μιλεῖ-ντύνεται-φέρνεται ἁπλά. Συνών. σκέττα. 2) Ἄνευ βαθυτέρου σκοποῦ ἢ λόγου, ἀσκόπως, τυχαίως πολλαχ.: Ἔτσι ἁπλὰ ἦρθα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἦρθα νὰ σὲ ἰδῶ ἔτσι ἁπλὰ Ἀθῆν. Τί γυρεύεις ἐδῶ; -Ἔτσι ἁπλᾶ γυρίζω γιˬὰ περίπατο αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA