ἀπλάγιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλάγιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπλάγιˬαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπλάιˬαστος Πελοπν. (Πυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. πλαγιˬαστὸς<πλαγιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κατακλιθεὶς πρὸς ὕπνον, ὁ μὴ κοιμηθείς σύνηθ.: Ἔμεινα ἀπλάγιˬαστος ὅλη τὴ νύχτα. Εἶναι ἀπλάγιˬαστος ἀκόμα. 2) Ἐπὶ τοῦ βλαστήματος τοῦ σίτου, τὸ μὴ πάσχον κατάκλισιν (ὑπὸ τῆς βροχῆς), τὸ ἔχον ἰσχυρὸν στέλεχος ΠηλΠαπαγεωργ. Σιτάρ. 10: Ἀπλάγιˬαστο σιτάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA