ἁπλάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁπλάδα ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Μεγέθυντ. τοῦ οὐσ. ἁπλάδι.

Σημασιολογία

1) Ἀνοικτός, ἀναπεπταμένος, ἐπίπεδος τόπος, κοιλάς, πεδιὰς Σάμ. Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.): ᾎσμ. Νά σώσω νά ᾿βκω ’ς τὰ στενά, νὰ πιˬάσω τοὶς ἁπλάδες Χίος. β) Τόπος εὐρύχωρος πρὸς συγκέντρωσιν Χίος (Καρδάμ.): Ἐπιˬάσασιν καὶ τοὶς κωπέλλες σκλάβες καὶ τοὶς ἐβάλασι σὲ μνιὰν ἁπλάδαν νὰ χορεύγκουσιν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 2) Ἐπιτραπέζιον σκεῦος χαλκοῦν ἢ καὶ κασσιτέρινον, πλατὺ καὶ ἀβαθές, ἰδίᾳ πρὸς κένωσιν τοῦ φαγητοῦ ἐκ τῆς χύτρας καὶ παράθεσιν ἐπὶ τῆς τραπέζης Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μακεδ. (Καστορ. Κοζ. Μελέν. Σιάτ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Βυτίν. Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) β) Δίσκος κυκλικός, χαλκοῦς, εὐμεγέθης Θεσσ.: ’Σ τὴν ἁπλάδα φκε͜ιάνουμι τὴν πίττα. Συνών. ταψί, σινί. γ) Τὸ σύνηθες ἐκ πορσελάνης ἐπιτραπέζιον σκεῦος, πλατὺ καὶ ἀβαθές, εἰς ὃ ἰδίᾳ παρατίθεται τὸ φαγητὸν ἐπὶ τῆς τραπέζης πολλαχ.: Βάλ’ τοὺ κρεˬὰς ᾽ς τ᾽ν ἁπλάδα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Φάγαμι μιˬὰ ἁπλάδα μακαρόνιˬα Μακεδ. (Καστορ.) Βάλι τὰ κιράσια σὶ μιˬὰ ἁπλάδα Μακεδ. (Κοζ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁπλάδενα 1. 3) Ὕφασμα λεπτὸν καὶ λευκὸν ὡς κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν Ἴμβρ. Συνών. μαντήλα. β) Ἐκ τῶν σπαργάνων τοῦ βρέφους τὸ ἐξώτατον, περὶ ὃ τυλίσσεται ἡ φασκιὰ Στερελλ. (Βοστιν. Καλοσκοπ.) γ) Ὕφασμα εὐμέγεθες ἁπλούμενον συνήθως ὑπὸ τὴν τράπεζαν τοῦ φαγητοῦ κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γεύματος πρὸς εὔκολον περισυλλογὴν τῶν ἀποπιπτόντων ψιχίων κττ. Θρᾴκ. (Κασταν.): Θά ’χ’ ἡ νύφη τρεῖς ἁπλάδες κ’ ἕξι σκαμνοπάννιˬα, τὰ τρία μὲ σατσάκιˬα καὶ τὰ τρία θωριˬακά. 4) Εἶδος τάπητος κρουστοῦ πρὸς στρῶσιν ἐπὶ τοῦ πατώματος ἣ καὶ πρὸς ἄλλας χρείας Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Σαραντάπ. κ.ἀ.): Ἅμα-ν-εἶναι γεορτή, στρώνει ἡ νοικοκυρὰ τὴν ἁπλάδα ᾿ς τὸ πάτωμα, μὰ πρέπει νὰ τὸ πλακώνῃ οὕλο Καλάβρυτ. Ἁπλάδα σκούτινη (μαλλίνη). Ἁπλάδα σκουτοπάννινη (μαλλοβάμβακος) Σαραντάπ. Συνών. ἀντρομίδα, κιλίμι, κουβέρτα. β)Στρῶμα μέγα Πελοπν. (Ὀλυμπ.) 5) Ἡ νόσος τοῦ Καλααζὰρ, λεϊσμανίασις (διὰ τὴν μεγάλην διόγκωσιν τοῦ σπληνὸς) Κεφαλλ. Συνών. ἁπλοπίνακο, κακὸ τῶν Σπετσῶν, τσανάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/