γλυκομηλιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομηλιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλυκομηλιˬὰ ἡ, σύνηθ. γλυκομ’λιˬὰ Μακεδ. (Βόιον) Σκῦρ. γλυκουμηλιˬὰ Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Κρυόβρ.) Μακεδ. (Δεσκάτ. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ.) γλυκουμπηλιˬὰ Μακεδ. (Καστορ.) γλυκουμπ’λιˬὰ Ἤπ. (Ἄγναντ. Πραμαντ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾿Ακαρναν.) γλυκουμπ’λεˬὰ Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. μηλιˬά.

Σημασιολογία

Ποικιλία ὀψικάρπου μηλέας ἔνθ’ ἀν.: Ἡ γλυκουμπ’λιˬά μ᾿ μαράθ’κι ἀπ᾽ τ’ν παγουνιˬὰ Ἤπ. (Πραμαντ.) Ἡ Θύμνιˬους ἔ’ τὴ γλυκουμπ’λεˬὰ ’ς τοὺ μπαξέ τ’ Μακεδ. (Γήλοφ.) || Παροιμ. Χαθῆκαν οἱ γλυκομηλιˬὲς | καὶ μεῖναν οἱ βρωμολυγιˬὲς (ὅτι προκόπτουν ἀντὶ τῶν ἀξίων οἱ ἀνάξιοι) Πελοπν. (Μάν.) Ρόδ. || ᾌσμ. Πο͜ιὸς ἥλιος ὡραιότατος σοῦ ’δωσε τὴν ἀσπράδα τσαὶ πο͜ιὰ μηλιὰ γλυκομηλιˬὰ τὴ ροδοκοκκινάδα; Κύθηρ. κ.ἀ. Θὰ γίνω γῆς νὰ μὲ πατᾷς, γεφύρι νὰ διˬαβαίνῃς, θὰ γίνω μιˬὰ γλυκομηλιˬά, νὰ κάθεσαι ’ς τὸν ἥσκιˬο Πελοπν. (’Αχούρ.) Φέρνει λιθάριˬα ριζιμιˬά, δέντρα ξερριζωμένα, φέρνει καὶ μιˬὰ γλυκομηλιˬὰ τὰ μῆλα φορτωμένη Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Σουδεν. κ.ἀ.) Πο͜ιὸς εἶδε ψάρι ’ς τὸ βουνὸ καὶ πέστροφα ’ς τοὺς κάμπους,πο͜ιὸς εἶδε καὶ γλυκομηλιˬὰ ’ς τὸν ἄμμο φυτρωμένη; Θεσσ. (Καρδίτσ.) ᾽Επκιˬάκασιν τ’ ἐθάψασιν τοὺς δκυˬό τους ’ς ἕναν μνῆμαν τ’ ἐβλάστησεν γλυκομηλιˬὰ, πεῦκος ταὶ τυπαρίσσιν Κύπρ. Σὰν κυπαρίσσι νὰ σταθῇς, σὰν πρῖνος νὰ ριζώσῃς καὶ σὰ μηλιˬὰ γλυκομηλιˬὰ ν᾽ ἀνθίσῃς, νὰ καρπίσῃς Κρήτ. (Νεάπ.) Τσαὶ σὰ μηλιˬὰ γλυκομηλιˬὰ ν᾽ ἀνθίσῃς, νὰ καρπίσῃς, νὰ κάμῃς τοὺς ἐννιˬὰ ὑγιˬοὺς τσαὶ τὴν πανώριˬα κόρη Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Ποῦ διˬάῃς, μηλιˬὰ γλυκομηλιˬά, π᾿ ἄφησες τὸν ἀνθό σου, π’ ἄφησες τὰ παιδάκιˬα σου καὶ τὸ βλογητικό σου; (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Λακων.) Μιˬὰ γλυκουμηλιˬὰ εἶχα ’ς τὴ bόρτα μου, ἅπλουσα νὰ πάρου τοὺ γλυκόμηλου Μακεδ. (Χαλκιδ.) Καὶ bῆτε καὶ μοιράζετε τ᾽ ἀbελοπέρ’βολά σας κιˬ ὅπου μηλιˬὰ γλυκομηλιˬὰ ’ς τὴ bάdα τὴ δική σου κιˬ ὅπου μηλιˬὰ ξινομηλιˬὰ ’ς τὴ bάdα τ’ ἀδερφοῦ σου Κρήτ. (’Αρχάν.) Μάννα μου, τὴ γλυκομηλιˬὰ καλὰ νὰ τὴν ποτίζῃς,τὸ βράδυ βράδυ μὲ νερὸ καὶ τὸ πρωὶ μὲ δάκρυ Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Ποίημ. ’Σ τὸν κῆπο του γλυκομηλιˬὰ | τὰ μεταξένιˬα σου μαλλιˬά, γλυκόμηλα γεμάτη, | νὰ τά ᾽λυνα κομμάτι Ι. Πολέμ., ’Εξωτ., 77.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/