γλυκομηλίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκομηλίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γλυκομηλίτσα ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλυκομηλιˬὰ καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
Μικρὰ γλυκομηλιˬὰ ἔνθ’ ἀν.: Εἶδες πόσο μεγάλωσε αὐτὴ ἡ γλυκομηλίτσα; Πελοπν. (Κυνουρ.) || ᾌσμ. Τὸ μῆλον ὅσο κρέμεται εἰς τὴ γλυκομηλίτσα, ψήγεται γἢ μαραίνεται γἤ τὰ πουλλιˬὰ τὸ τρῶσι γἢ πέφτει σ’ ἀbελότραφο κιˬ ὁ κυνηγὸς τὸ βρίσκει Δ. Κρή Βάνει καὶ τὰ μικρὰ παιδιˬὰ γιˬὰ τὶς γλυκομηλίτσες (νοεῖται ὁ Χάρος· ἐκ μοιρολ.) Ζάκ. Ἤπ. β) Μεταφ. ἐπὶ θυγατρός, ἡ προσφιλὴς Κρήτ. Ν.Πολίτ., ’Εκλογ., σ. 201,15 -Λεξ. Δημητρ. Ὑγιˬοὺς ἐννιˬὰ ν᾿ ἀξιωθῇς καὶ μιˬὰ γλυκομηλίτσα Κρήτ. -Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA