δασονομικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασονομικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δασονομικὸς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δασονόμος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀναφερόμενος ἢ ἀνήκων εἰς τὸν δασονόμον ἢ τὴν δάσονομίαν. β) Ὡς οὐσ., ὑπάλληλος δασονομείου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA