δασονόμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασονόμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δασονόμος ὁ, λόγ. σύνηθ. Θηλ. δασουνόμ᾿σσα Ἤπ. (Κουκούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -νόμος.

Σημασιολογία

Ὑπάλληλος ἀσκῶν διοικητικὰ καὶ ἀστυνομικὰ καθήκοντα εἴς τινα περιφέρειαν δασαρχείου σύνηθ. β) Θηλ., ἡ σύζυγος τοῦ δασονόμου Ἤπ. (Κουκούλ.): Ἔρθ᾿ ἡ δασουνόμ᾿σσα κὶ μὶ χάλιβι ἀβγὰ (χάλιβι = ζητοῦσε) Αὐτὸ τοὺ κέντ᾿σι ἡ δασουνόμ᾿σσα εἶνι οὑραῖου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/