δασοπερπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασοπερπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δασοπερπατῶ ἐνιαχ. δασοπερπατάου Στερελλ. (Παρνασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. δασιˬά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὁ τύπ. δασά, καὶ τοῦ ρ. περπατῶ.

Σημασιολογία

Βαδίζω ταχέως, διὰ συχνῶν βημάτων ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Δασοπερπάτα, λυγερή, καὶ μὴν κοντανεμένῃς· μὴ σὲ βαραίνουν τὰ φλουριˬά, μὴ σὲ βαραίνουν τ᾿ ἄσπρα; Στερελλ. (Παρνασσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/