δασοπλέκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασοπλέκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δασοπλέκω ἐνιαχ. Μετοχ. δασουπλεμένους Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. δασιˬά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὁ τύπ. δασά, καὶ τοῦ ρ. πλέκω.

Σημασιολογία

Πλέκω πυκνῶς, ἰδίως ἐπὶ τῆς κόμης ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. -Σμυρνιˬά μου, τὰ μαλλάκιˬα σου πο͜ιός τά᾿ ᾿δασουπλεμένα -Τὸ Μπασκιˬωτάκ᾿ μὶ τά ᾿πλεξε ᾿ς τῆς Κερασιˬᾶς τὸ ρέμα (Μπασκιˬωτάκ᾿ = ὁ κάτοικος τοῦ Μπάσκιοϊ) Αἶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/