γλυκομουρμουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκομουρμουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκομουρμουρίζω Κ. Παλαμ., Τρισεύγ., 46 Α. Πρεβελ. Ποίημ., 1.198 καὶ 385 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 197- Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. μουρμουρίζω.

Σημασιολογία

Μουρμουρίζω κατὰ τρόπον οἱονεὶ γλυκύν, ἁπαλόν, ἤπιον ἔνθ᾽ ἀν.: Γλυκομουρμουρίζει τὸ παιδὶ Λεξ. Δημητρ. β) Μεταφ., ἐπὶ εὐαρέστου εἰς τὴν ἀκοὴν ψιθύρου: Ποιήμ. Καὶ πέρα ὥς πέρα τ’ ἀκρογιάλιˬα μας τὸ γλυκομουρμουρίζουν τ’ ὄνομά σου Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Ρυάκι κρουσταλλόνερο, ποὺ γλυκομουρμουρίζεις καὶ μῦρα παίρνοντας, δροσιˬὰ κιˬ ἀνασασμὸ χαρίζεις εἰς τ’ ἄνθη τοῦ βουνοῦ Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/