ἁπλαδένι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλαδένι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁπλαδένι τό, Θήρ. ἁπλαδέν’ Πάρ. (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁπλάδα κατὰ παρετυμολογίαν πρὸς τὸ πιˬατένα, ὃ ἐκ τοῦ Ἐνετ. piadena. Πβ. MVasmer ἐν Byzant. Zeitschr. 17 (1908) 119 κἑξ. καὶ GMeyer Neugr. Stud. 2, 86 κἑξ. Ἡ λ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ Ἀμοργοῦ τοῦ ἔτους 1625. Ἰδ. ΙΒογιατζίδ. Ἀμοργ. 77 «δώδεκα ἁπλαδένια καὶ τρεῖς ἁπλάδενες μεγάλες». Τὸ παρὰ Δουκ. καὶ Σομ. ἀπλαδάνι ἄσχετον πρὸς τὸ ἀνωτέρω. Πβ. Κορ. Ἄτ. 2, 101 καὶ 4, 26.

Σημασιολογία

Πινάκιον φαγητοῦ. Συνών. πιάττο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/