ἁπλαδερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλαδερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπλαδερὸς ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) ἁπλαερὸς Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁπλάδα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ κοίλων πραγμάτων, ὁ ὀλίγον τι κοῖλος, ὃ πολὺ ἀβαθής, ἁπλωτὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἁπλαερὸ πιάττο Θήρ. Ἁπλαδερὸ τσουκάλι-καζάνι κττ. Λακων. 2) Καθόλου, ὁμαλὸς, ἐπίπεδος ἔνθ’ ἀν.: Ἁπλαερὴ πέτρα Θήρ. Αὐτὸ τὸ μέρος εἶναι ἁπλαερὸ Λακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA