δασοσπέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασοσπέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δασοσπέρνω Πελοπν. (Ἄρν. Δαιμον. Ζελίν. Λίμπερδ. Πετρίν. Φλομοχώρ.) δασοσπέρω Λειψ. Μετοχ. δασοσπαρμένος Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Δεσφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. δασιˬά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὁ τύπ. δασά, καὶ τοῦ ρ. σπέρνω.

Σημασιολογία

Σπείρω πυκνῶς ἔνθ᾿ ἀν.: Δασὺ τὸ χωράφι δασοσπείραμε ᾿φέτος Πελοπν. (Ζελίν.) Ἔναι τὸ χωράφι δασοσπαρμένο, θέλει ἀραίωμα Πέλοπν. (Γαργαλ.) Δασοσπαρμένο χωράφ᾿ Στερελλ. (Δεσφ.) Ἀντίθ. μετοχ. ἀριˬοσπαρμένος (βλ. ἀραιοσπαρμένος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/