ἁπλάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁπλάδι τό, Θήρ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κρήτ. Κύθν. Μεγίστ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἀχαΐα Βυτίν. Καλάβρυτ. Λάστ. Μεσσ. Σουδεν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Σῦρ. Τῆν. Χίος ἁπλάδ’ Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλός καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἁπλοῦν τὴν ὕφανσιν καὶ κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον λεπτὸν μάλλινον ὕφασμα χρησιμοποιούμενον ὡς σινδόνη ἢ κλινοσκέπασμα Ἤπ. Θήρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἀχαΐα Βυτίν. Καλάβρυτ. Λάστ. Σουδεν.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Σῦρ.: Μάννα, κρύουσα, δὲ μ’ κατιβάεις ἕν’ ἁπλάδ’ ἀπ’ τοὺ γιˬοῦκου νὰ μὲ σκιπάῃς; Ἀκαρναν. Συνών. κιλίμι, χράμι. 2) Εἶδος δικτύου λεπτοτέρου πως πρὸς εἰδικὴν ἁλιείαν (χρησιμοποιεῖται ἁπλοῦν, δηλ. ἄνευ ἄλλου παραλλήλου. Πβ. Ἀνθολ. Παλατ. 6, 185 «ἁπλότατον δ᾿ ἁλὶ μιτορραφὲς ἀμφίβληστρον) Θρᾴκ. (Αἶν. Σηλυβρ.) Κύθν. Μεγίστ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Μεσσ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Σῦρ. Τῆν. 3) Ἐπὶ τῶν πλοιαρίων τῆς λιμνοθαλάσσης τοῦ Μεσολογγίου, ὁ ἄνευ τρόπιδος ἐπίπεδος πυθμήν Στερελλ. (Μεσσλόγγ.) Πβ. Ἡσύχ. «ἁπλᾶ. εὐθέα». 4) Πινάκιον φαγητοῦ ἀβαθές, ρηχὸ πιˬάττο Ἤπ. Θήρ. Πελοπν. 5) Μικρὸν ἐκ πηλοῦ πινάκιον Κρήτ.: Ἡ κόρη τοῦ ἔφερνε ἕν᾽ ἁπλάδι κουκκουνάρι νὰ τρώῃ. Συνών. γαβάθι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/