γλυκονειριˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκονειριˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκονειριˬάζομαι Πελοπν. (Μάν. Μαργέλ. Πραστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ὀνειριάζομαι.

Σημασιολογία

Βλέπω εὐχάριστον, γλυκὺ ὄνειρον ἔνθ ἀν.: ᾌσμ. Ἡ Μαρουδιˬὼ κοιμότανε | καὶ γλυκονειριˬαζότανε (ἐκ μοιρολ.) Μάν. Γλυκὰ ὅπου κοιμόμουνα | καὶ γλυκονειριαζόμουνα Πραστ. Συνών. γλυκονειρεύομαι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/