γλυκονείριˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκονείριˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκονείριˬασμα τό, Α. ᾿Εφταλ., Μαζώχτρ., 28.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γλυκονειριˬάζομαι.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ ὀνειρεύεταί τις εὐχάριστον, οἱονεὶ γλυκὺ ὄνειρον: Συνέβηκε κάτι ποὺ τὴν ξάφνισε ἀπάνω’ς τὸ γλυκονείριασμά της.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA