Δασοσπορίτισσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Δασοσπορίτισσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Δασοσπορίτισσα ἡ, Πελοπν. (Ξηροκ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. δασοσπορίτης, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἐπιθ. δασὺς καὶ τοῦ οὐσ. σπορίτης Πβ. Μεσοσπορίτισσα.

Σημασιολογία

Προσωνυμία τῆς Παναγίας κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων, κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ ἐργασίαι τῆς σπορᾶς τῶν δημητριακῶν πρέπει νὰ ἔχουν περατωθῆ: Τὸ καλὸ ζευγάρι ἔπρεπε νά ᾿χῃ τελειώσει τῆς Παναγίας τῆς Δασοσπορίτισσας Ξηροκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/