γλυκονεραντζιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκονεραντζιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλυκονεραντζιˬὰ ἡ, Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 326 -Λεξ. Βλαστ 472 Πρω. Δημητρ. γλυκονεραντζὲ Κρήτ. γλυκονερατζιὰ ’Ερεικ. Κέρκ. (Αὐχιόν. Κάβ. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Ραχτ. Σιν. Σφακερ. κ.ἀ.) Μαθράκ. ᾿Οθων.

Ετυμολογία

Εκ τοῦ οὐσ. γλυκονέραντζο.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν Νεραντζέα ἡ γλυκύκαρπος (Citrum vulgaris dulcis) τῆς οἰκογ. τῶν Ἑσπεριδοειδῶν (Hesperidae).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/