ἀπλακωσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλακωσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπλακωσιˬὰ ἡ, Ἰων. (Σμύρν.) Χίος (Χαλκ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπλάκωτος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
Ἀνοησία, ἀπερισκεψία ἔνθ’ ἀν.: Ἀπὸ τὴν ἀπλακωσιˬά του πῆγε καὶ τοῦ τὰ εἶπε οὕλα Σμύρν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνογιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA