ἀπλάκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπλάκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπλάκωτος ἐπίθ. Ἀθῆν. Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κωνπλ. Νάξ. (Βόθρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κόρινθ.) Πόντ. (Σάντ.) Σῦρ. Χίος (Χαλκ. κ.ἀ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. πλακωτός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ διὰ πλακῶν κεκαλυμμένος ἢ ἐστρωμένος, ἀπλακόστρωτος Πόντ. (Σάντ.) β) Ὁ μὴ πιεσθεὶς δι’ ἐπιθέσεως βάρους Λεξ. Αἰν. 2) Ἀκάλυπτος Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Συνών. ἀσκέπαστος. β) Ἐπὶ τοῦ ζυμωθέντος ἄρτου, ὁ μὴ καλυφθεὶς διὰ κλινοσκεπάσματος διὰ νὰ ὑποστῇ τὴν ἀναγκαίαν χυμικὴν ζύμωσιν Πελοπν. (Κόρινθ.): Ἄφησε τὸ ψωμὶ ἀπλάκωτο καὶ δὲν ἦρθε ἀκόμη (ἦρθε=ὑπέστη τὴν ζύμωσιν). 3) Μωρὸς (περὶ τῆς σημασίας ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 194) Κωνπλ. Σῦρ. Χίος (Χαλκ. κ.ἀ.): Βρὲ ἀπλἀκωτος καὶ ζεβζέκης ποῦ ’σαι! Χίος Εἶναι μιὰ ἀπλάκωτη! Σῦρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγἀθας, ἄνογος, ἁπλόγνωμος καὶ ἁπλὸς 1β. β) Ἀνάγωγος, ἀπαίδευτος Ἰων. (Σμύρν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπλανιάριστος 2. γ) Ἀπειθὴς Νάξ. (Βόθρ. κ.ἀ.): Ἀπλάκωτο θηλυκό. Συνών. ἀκρούμαστος, ἄκρωστος, ἀνάκοος 1, ἀνακρούμαστος, ἀνυπάκουος, ἀπίταχτος, ἀντίθ. ὑπάκουος. 4) Ἐπὶ γυναικός, παρθένος ἔτι Ἀθῆν. κ.ἀ.: Ἀπλάκωτη πῆγε (ἄγαμος ἀπέθανε). Συνών. ἄναντρη 1, ἀνάντριστος, ἀνέγλυτος 1, ἀνύπαντρος, ἀπάρθενος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/