ἀπλανιˬάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλανιˬάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπλανιˬάριστος ἐπίθ. Ζάκ. Κρήτ. Σῦρ. ἀπλανιˬάριγος Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πλανιˬαριστὸς<πλανιˬαρίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διὰ τῆς πλάνης, τοῦ ξυλουργικοῦ ἐργαλείου, ἐξεσμένος ἢ λελειασμένος, ἀπλάνιστος ἔνθ’ ἀν.: Σανίδι ἀπλανιάριστο Σῦρ. Ἔχω ἀκόμη τρεῖς τάβλες ἀπλανιˬάριστες καὶ ἕνα καδρόνι Κρήτ. Ἔτσι θὰ μείνῃ ἡ τάβλα ἀπλανιˬάριγη Κεφαλλ. Ἀπλανιˬάριγη σανίδα αὐτόθ. Συνών. ἄγλυφτος 1γ, ἀπλάνιστος 1, ἄπλανος 1, ἀρροκάνιστος. 2) Μεταφ. ἄξεστος, ἀγροῖκος Ζάκ. Συνών ἀγάνωτος 3, ἄγαρbος 3, ἀγροίκητος Β4, ἀγροῖκος Ι1, ἀπλάκωτος 3β, ἀπλάνιστος 2, χωριˬάτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA