ἀπλάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπλάνιστος ἐπίθ. κοιν. ἀπλά’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀπλάνιγος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Μεσσ. Σουδεν. Τρίκκ.) κ.ἀ. ἀπλά’γους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πλανιστὸς<πλανίζω.
Σημασιολογία
1) Ἀπλανιˬάριστος 1, ὃ ἰδ., κοιν.: Ξύλο-σανίδι ἀπλάνιστο. 2) Μεταφ. ἀπλανιˬάριστος 2 Πελοπν. (Σουδεν.): Μωρέ, μπὶτ ἀπλάνιγος νὰ εἶσαι! 3) Νωθρὸς τὴν διάνοιαν, ἀμβλύνους Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Μὰ μπίτι ἀπλάνιγος εἶναι! Συνών. ἄπλανος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA