δασοφυτρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασοφυτρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δασοφυτρώνω Εὔβ. (Στρόπον.) Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Κυνουρ. Μανιάκ. Μεσσην. Ξηροκ. Πάλυρ. κ.ἀ.) - Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 189 δαοφυτρώνω Πελοπν. (Δίβρ.) δασουφυτρώνου Μακεδ. (Φλόρ. κ.ἀ.) δασιˬουφυτρώνου Θεσσ. (Καρδίτσ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) δασυφυτρώνω Κωνπλ. Πελοπν. (Βραχν. Μαντίν. Ὀλυμπ. Φιγάλ.) Σκῦρ. Μετοχ. δασυφυτρωμένος Πελοπν. (Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. δασιˬά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὁ τύπ. δασά, καὶ τοῦ ρ. φυτρώνω.

Σημασιολογία

Φύομαι μὲ μεγάλην πυκνότητα ἔνθ᾿ ἀν.: Τό ᾿ρριξες δασὰ τὸ γέννημα καὶ δασοφύτρωσε Πελοπν. (Γαργαλ.) Δαοφύτρωσε τὸ σ᾿τάρι, θέλει ν᾿ ἀραιώσῃ Πελοπν. (Δίβρ.) Ἐδασοφύτρωσε τὸ κριθάρι Πελοπν. (Φιγάλ.) || ᾌσμ. ᾿Σ τοὺν ἄμμου ρύζι ἔσπειρα, τοῦ ᾿πα νὰ μὴ φυτρώσῃ, κιˬ αὐτὸ πῶς δασουφύτρουσι καὶ γι᾿κι σὰν τοῦ δάσους; Μακεδ (Φλόρ.) Ἀνάραια - ἀνάραια τό ᾿σπερνα, νὰ μὴ δασυφυτρώσῃ, τσαί ᾿τσεῖνο δασυφύτρωσε τσαὶ βγῆτσε καλαμιˬῶνας Σκῦρ. Γιˬὰ πάρ᾿τε με καὶ σύρ᾿τε με ψηλά ᾿ς τὸ μοναστῆρι, ᾿ποῦ ᾿ναι τὰ δέντρα τὰ πολλὰ τὰ δασοφυτρωμένα Πελοπν. Τῆς Ἀλεξάντρας τὸ βουνὸ τὸ δασοφυτρωμένο, ἐκεῖ συνδυˬὸ δὲν περπατοῦν, συμπέντε δὲν κοιμῶνται Πελοπν. (Κορινθ.) Τὸ μονοπάτι μ᾿ ἔβγαλε σ᾿ ἕνα ᾿ρημοκκλησάκι ᾿που ἦταν τὰ μνήματα δασὰ καὶ δασοφυτρωμένα Πελοπν. (Ξηροκ.) Σπειρὶ πιπέριν ἔσπερνα ᾿ς τῆς ὄμορφης τ᾿ ἀχείλι κιˬ ἀνάριˬα ἀνάριˬα τό ᾿σπερνα, νὰ μὴ δασυφυτρώσῃ, κ᾿ ἐκεῖνο δασυφύτρωσε κ᾿ ἐγίνῃ ὡριˬὰ πλεξούδα Κωνπλ. Κιˬ ἀνάριˬα ἀνάριˬα τό ᾿σπερνα νὰ μὴ δασυφυτρώσῃ καὶ τὴν κόρη βαλαντώσῃ Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Μαργαριτάρι ἔσπιρνα ᾿ς τῆς κουρασιˬᾶς τ᾿ ἀχείλι, ἀνάριˬα ἀνάριˬα τού ᾿σπιρνα, νὰ μὴ δασιˬουφυτρώσῃ κιˬ αὐτὸ μούν᾿ δασιˬουφύτρουσι κὶ θιρισμοῦς δὲν ἔχει Θεσσ. (Καρδίτσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/