γλυκοξυπνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοξυπνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοξυπνῶ Ἤπ. (Πάργ.) Μεγίστ. Πελοπν. (᾽Αρκαδ. Δίβρ.) -Α. Προβελ Ποιήμ., 1.31.292 Κ. Παλαμ., ’Ασάλ. Ζωή, 27 καὶ 153 Σ. Πασαγιάνν. ’Αντίλ., 7 Ι. Πολέμ., Κειμήλ., 67. Σπασμ. μάρμ., 26 γλυκοξυπνάου Πελοπν. (Γαργαλ.) γλυκοεξυπνῶ Θράκ. (Κασταν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ξυπνῶ.
Σημασιολογία
’Αμτβ., ἐξυπνῶ μὲ εὐχάριστον αἴσθημα καὶ μετβ., ἐξυπνῶ τινὰ κατὰ τρόπον εὐχάριστον, οἱονεὶ γλυκύν ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Νὰ πάγω ’ς τὴν ἀγάπη μου νὰ τὴν γλυκοξυπνήσω Ἤπ. (Πάργ.) Νὰ τὸ ξυπνήσω μὲ κρασί, φοβοῦμαι μὴ μεθύσῃ· νὰ τὸ ξυπνήσω μὲ φιλί, νὰ γλυκοεξυπνήσῃ Θρᾴκ. (Κασταν.) || Ποιήμ. Γλυκοξυπνᾷ τὴ ρήγισσα μὲ χάδιˬα καὶ μὲ δῶρα, μὲ χέρια χρυσοδάχτυλα Ι. Πολέμ., ἔνθ᾽ ἀν., 67. Μέσ’ ’ς τὰ ρομάνιˬα τὰ πυκνὰ | βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα τὴν ἐρημιˬὰ γλυκοξυπνᾷ Α. Προβελ., ἔνθ’ ἀν., 31. ’Σ τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ’ τὰ σπάρτα μὲ τὴν γλυκει͜ὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνῶντας νὰ τρέξω βούλομαι κ’ ἐγὼ ᾽ς τὸ πανηγύρι Κ. Παλαμ., ἔνθ’ ἀν., 27.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA