γλυκοπαίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοπαίζω
Τύπος
Παραλλαγή
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοπαίζω Σ. Πασαγιάνν., Ἀντίλ., 35.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. παίζω.
Σημασιολογία
Παίζω μετὰ γλυκύτητος, μετὰ δεξιοτεχνίας μουσικὸν ὄργανον: Ποίημ.Ἕνα κοπάδι πρόβατα γερμένο κάνει στάλο κιˬ ὁ νιˬὸς βοσκός τους ξαπλωτὸς φλογέρα γλυκοπαίζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA