ἀπλευρίτωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπλευρίτωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπλευρίτωτος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πλευριτωτὸς<πλευριτώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ πλευριτωμένος, ὁ μὴ παθὼν πλευρίτιδα: Ἀπλευρίτωτος ἐδὰ ἤθελε νά ’ν' ἀκόμα;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/