ἀπλήγιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλήγιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπλήγιˬαστος ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ.) κ.ἀ. ἀπλήαστος Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πληγιˬαστὸς<πληγιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ πληγιˬασμένος, ὁ μὴ ἐξηλκωμένος ἢ μὴ παθὼν τραῦμα δι’ ἐκδορᾶς ἢ ἄλλως, συνὴθως ἐπὶ ὑποζυγίων ἔνθ’ ἀν.: Τὸ κακόμοιρο τὸ ἄλογο ποτὲ δὲν εἶναι ἀπλήγιˬαστο ἀπὸ τὸ κακὸ σαμάρι - ἀπὸ τὸ πολὺ φόρτωμα Κονίστρ. κ.ἀ. Μ’λάρ’ ἀπλήαστο Ἤπ. Τὸ κορμί του εἶναι ἀπλήγιˬαστο, μόνο ᾿ς τὸ πόδι εἶναι πληγιˬασμένος Αἴγ. Πβ. ἀπλήγωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA