δασῶνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασῶνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δασῶνας ὁ, ἐνιαχ. βάσωνας Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ῶνας.
Σημασιολογία
Πβ. ἀστοιβιδῶνας, βατῶνας, κυπαρισσιˬῶνας, καλαμιˬῶνας. Δασώδης περιοχή, συνήθως ὀρεινὴ ἔνθ᾿ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Δασῶνας Ρόδ. Βάσωνας Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA