δαυκὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαυκὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαυκὶ τό, δαυκὶν Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Χαλδ.) δαυτὶν Κύπρ. δαυκὶ Ἀθῆν. Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν.) Θήρ. Πελοπν. (Καλάμ.) Ρόδ. Σαμ. Σύμ. - Π. Γεννάδ., Γεωργ. γλῶσσ., 20 Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 3, 20 - Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 280, 475 Πρω. Δημητρ. δαυτσὶ Κύπρ. Μέγαρ. λαυκὶν Λυκ. (Λιβύσσ.) λαυκὶ Στερελλ. (Λοκρ.) Σύμ. - Λεξ. Βάιγ. Κορ. Βυζ. Βλαστ., 475 λαυσὶ Μεγίστ. βαυτσὶν Κύπρ. βαυτζὶν Κύπρ. βαυτὶ Κύπρ. παυκὶ Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. δαυκίν, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ Ἀρχ. δαυκίον, ὐποκορ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. δαῦκος. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ Σομ. Ὁ τύπ. λαυκὶ καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Δαῦκος τὸ καρωτὸν (Daucus carota) τῆς οἰκογ. τῶν Σκιαδοφόρων (Umbelliferae), ὁ σταφυλῖνος τοῦ Διοσκορ. (3,59), τὸ κοινῶς καρῶτο ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿Μεῖς τὰ τρῶμι οὐμὰ τὰ δαυκιˬά, ἀλλὰ οὔτι ᾿ς τὰ φασούλιˬα βαίνουμι οὔτι τὰ μαγειρεύουμι Εὔβ. (Ἄκρ.) Μὲ τὰ δαυκιˬά εἶν᾿ καλὴ ἡ φασουλάδα Εὔβ. (Ψαχν.) Κεῖν᾿ τὰ παιδιˬὰ τοῦ καψο-Γιά᾿, νηστ᾿κά, γδυτά, σὰ δαυκιˬά! αὐτόθ. || ᾎσμ. Συναλήβγετ᾿ ὁ Χριστὸς | συναλήβγομαι τσ᾿ ἐγὼ τσ᾿ ἂς τὰ δώκω νὰ πνιῶ | τσαί ᾿ς τήμ bόλη ν-νὰ βρεθῶ, νά ᾿βγουν τὰ μελέκουπιˬα | νὰ σφυρίξῃ κόλος μου σάρ ρεπάνι, σάλ λαυσὶ | σὰν τοῦ κόλου μου τὸ ᾿φτὶ (λέγεται ὑπὸ παίδων κατά τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναλήψεως, κατὰ τὴν ὁποίαν γίνεται κατ᾿ ἔθιμον ἔναρξις τῶν θαλασσίων λουτρῶν) Μεγίστ. Συνών. καβούτσι, καρῶτο, κασούρι, παστινάκα, σταφυλίνακας, σταφυλῖνος, σταφυλιˬόνι, σταφυλῶνα. 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἄγριο δαυκί, τὸ φυτὸν Δαῦκος ὁ μέγιστος (Daucus maximus) τῆς οἰκογ. ὁμοίως τῶν Σκιαδοφόρων (Umbelliferae) Ρόδ. 3) Ὑπὸ τὸν τύπ. τῆς γκαμήλας τὸ δαυτσί, εἶδος παιδιᾶς Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA