δαυκιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαυκιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαυκιˬὰ ἡ, δαυτσέα Μέγαρ. δαυκιˬὰ Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 140.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαῦκος διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά. Πβ. τὸ παρὰ Μητροφάν.,

Σημασιολογία

Ἰατροσόφ., 85 δαυκία «τὰ φύλλα τῆς σταφυλῖνος, ἡ ὁποία λέγεται δαυκία». (Πβ. καὶ ἀγριοδαυκεˬά). Ὁ κόνδυλος μετὰ τῶν φύλλων τοῦ Δαύκου τοῦ καρωτοῦ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ταυκιˬὲς οἱ, καὶ ὡς τόπων. Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/