ἁπλόγνωμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλόγνωμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπλόγνωμος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Λούπιδ.) Μακεδ. (Καστορ.) ἁπλόγνουμους Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλὸς καὶ τοῦ οὐσ. γνώμη.
Σημασιολογία
Ὁ ἁπλοῦς τὴν γνώμην, τὴν διανόησιν, ἀνόητος ἔνθ’ ἀν.: Εἶνι ἁπλόγνουμους οὑ καηˬμένους! Μακεδ. Πόσου ἁπλόγνουμους εἶσι, καηˬμένι! αὐτόθ. Συνών. ἀπλάκωτος 3, ἁπλοϊκὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA