ἁπλοϊκὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλοϊκὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπλοϊκὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἁπλοϊκός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἁπλοῦς τοὺς τρόπους, ἀφελὴς, ἀπονὴρευτος: Ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος. Ἀπλοϊκὴ γυναῖκα. 2) Ἀνόητος, εὐὴθης Πόντ. κ.ἀ. Συνών. ἁπλόγνωμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA