ἁπλόκαρδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλόκαρδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁπλόκαρδος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἁπλόκαρδους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλὸς καὶ τοῦ οὐσ. καρδιά.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀποθαρρυνόμενος ἐκ τῶν ἀτυχιῶν, γενναιόψυχος: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁπλόκαρδος Θρᾴκ. Τί ἁπλόκαρδη γυναῖκα! Σαρεκκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA