ἀπλούμιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπλούμιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπλούμιστος ἐπίθ. Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Ρόδ. κ.ἀ. ἀπλούμ’στους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπλούμπιστος Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. Πλουμιστός.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διὰ ποικιλμάτων κεκοσμημένος, ἀποίκιλτος: Τοὺ φακιˬό’ τ᾿ς εἶν᾿ ἀπλούμιστου ἀκόμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. ἀκέντητος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA