ἁπλοφέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοφέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁπλοφέρνω ἑνιαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλὸς καὶ τοῦ ρ. φέρνω.

Σημασιολογία

Εἶμαι ὀλίγον τι ἁπλοῦς, εἶμαι ὀλίγον ἀφελὴς: Δὲ μοῦ φαίνεται πολὺ ἔξυπνος, σὰν νὰ ἀπλοφέρνῃ. Συνών. ἀλαλοφέρνω, βλακοφέρνω, κουτοφέρνω, μωροφέρνω, παλαβοφέρνω, τρελλοφέρνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/