ἁπλοχερεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁπλοχερεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁπλοχερεˬὰ ἡ, ἁπλοχερέα Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) ἁπλοχερὲ Δ. Κρὴτ. ἁμπλοχερέα Μέγαρ. ἁπλοχερεˬὰ Θήρ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κύθν. Παξ. Πελοπν. (Λακεδ. Λακων. Τριφυλ.) κ.ἀ. ἁπλοχειˬρὰ Πελοπν. (Λακων.) ἁπλοχερζὰ Σκῦρ. Ἴμβρ. ἁπλοσερεὰ Μεγίστ. ᾿πλοχερεˬὰ Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Σουδεν. Τριφυλ.) κ.ἀ. ᾽πλουχιρεˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀρν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁπλόχερο καὶ τῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

1) Ὅσον δύναται νὰ περιληφθῇ εἰς τὸ κοῖλον τῆς ἑτέρας παλάμης, δράξ, ἐπὶ πράγματος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θὴρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Κέρκ.(Ἀργυρᾶδ.) Μακεδ. (Ἀρν.) Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Μάν. Σουδεν.) Σκῦρ. κ.ἀ.: Ἐγὼ σοῦ 'πα νὰ μοῦ δώκῃς μιˬὰν ἀπλοχερεˬὰ καὶ σὺ μοῦ ’δωκες μιˬὰ χούφτα Ἀργυρᾶδ. Ρῖξε ἀκόμα ᾿ς τὸ ζυμάρι τρεῖς ἁπλοχερὲς ἀλεύρι Μάν. Μιˬὰ ᾿πλοχερεˬὰ ἁλάτι-ἀλεύρι-γέννημα Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ. Μαζαίικ. Μιˬὰ ᾿πλοχερεˬὰ φακῆ-᾿σπερ’νὰ (κόλλυβα) Σουδεν. Μιὰ 'πλοχιρεˬὰ ἀλεύρ’ Ζαγόρ. Μιˬὰ ἁπλoχερεˬὰ χόρτο Παξ. || ᾎσμ. Χοῦφτις χοῦφτις ρίχνει τ’ ἄσπρα, | ᾽πλουχιρὲς τὰ καραγρόσιˬα Ἀρν. Συνών. ἁπλοχερίτσα, ἀπλόχερο 2. β) Ὅσον δύναται νὰ περιληφθῇ εἰς τὸ κοῖλον ἀμφοτέρων τῶν παλαμῶν ἡνωμένων Πελοπν. (Τριφυλ. Βούρβουρ.): Ρῖξε μιὰ πλοχερεὰ σ᾿τάρι ᾿ς τοὶς κόττες Τριφυλ. Συνών. ἁπλόχερο 3, διπλόχουφτα. γ) Αὐτὴ ἡ παλάμη ὡς προτείνεται πρὸς εἰσδοχὴν πράγματός τινος Κεφαλλ.: Παρὰ νὰ τὸν ἰδῶ πεθαμένονε, καλύτερα νὰ πέσουνε τὰ μάτια μου ’ς τὴν ἁπλοχερεˬά μου. Συνών. παλάμη . 2) Κτύπημα διὰ τῆς παλάμης, ράπισμα Θρᾴκ. (Αἶν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/