ἁπλοχεριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁπλοχεριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁπλοχεριˬὰ ἡ, Πελοπν. (Τριφυλ.) ἁπλουχιριˬὰ Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἁπλοερία Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁπλοχέρης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬά.
Σημασιολογία
1) Ἐλευθεριότης, γενναιοδωρία, ἔλλειψις φειδωλίας Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Τριφυλ.): Τὴν ἁπλοχεριˬὰ τὴ δίδαξε ὁ Χριστὸς Τριφυλ. Αὐτὸς χάθηκε ἀπ᾿ τὴν ἁπλοχεριˬά του αὐτόθ. ἡ ἁπλουχιριˬά τ᾿ εἶνι μουνάχα γιˬὰ τοὺς τρανοὺς Θεσσ. Συνών. ἀνοιχτοχεριˬά, ἁπλόχερο 4. 2) Ἡ κατὰ τὰ χοιροσφάγιˬα ἀποστελλομένη πρὸς τοὺς συγγενεῖς ἐκλεκτὴ μερὶς χοιρείου κρέατος ὡς δῶρον Ἄνδρ. 3) Τάσις πρὸς κλοπὴν, ἐπιθυμία τῶν ἀλλοτρίων Κεφαλλ. Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA